Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

αστικ


ο σν σήκωσε τα μάτια του το καλοκαιρινό αυτό βράδυ και κοίταξε τον κοκκινωπό ουρανό, στη σχισμή ανάμεσα στο μάυρο σώμα της γερασμένης πολυκατοικίας του και το διάγραμμα του απέναντι πάνω ρετιρέ.  ο κόκκος της εικόνας τον έκανε να νιωσει πως βρισκόταν σε κακομονταρισμένο βιντεο με κάμερα 2 μεγκαπίξελ, ανοιγοκλεισε τα βλέφαρα του και αρχισε να παρατηρεί τις λεπτομέρειες. Στους αδρους όγκους προστέθηκαν τα ρομποτικά περιγράμματα των ηλιακών στα γειτονικά κτίρια και το φοβιστικό δάσος από τα κλαριά των κεραίων τηλεόρασης. Δεν κουνιούνται σκέφτηκε. Ίσως φταίει η άπνοια. Η όραση του συνήθισε, το οπτικό του νεύρο άρχισε να πιάνει τις σκιάσεις από τα μεταλλικά κάγγελα. Αν δεν ήταν φύση αδύνατον θα ορκιζόταν πως εβλεπε τη σκουριά από την όξινη βροχή και την κακοσυντήρηση. Ισως ήταν και η μαυρίλα στα μάρμαρα που κάλυπταν το γύρισμα των μπαλκονιών, σαν τερηδόνα σε πορσελάνινες θήκες μασέλας. Ενιωσε πολύ ευάλωτος, σάμπως οι σειρές απ’τους εξώστες ανοιγόκλειναν και θα τον έτρωγαν. Κοιμάμαι ακόμα, μουρμούρησε, κούνησε τον αυχένα του αριστερά και δεξιά, η υγρασία μετριώταν στους πόρους του δέρματος του, τα αιρκοντίσιον, σκεφτηκε, σκοτώνουν το κλίμα. Μέτρησε πόσα κουτιά γατζώνονταν στην αδρή τσιμεντοκονία, πρόσεξε πρώτη φορά τις έλικες πίσω απ’τις γρίλιες, προσπάθησε να ακούσει το μονότονο φλουπ, φλουπ, μα τίποτε δεν συνόδευε την κίνηση από τις λωρίδες ύφασμα που καπου καπου έχασκαν και ανέμιζαν. Ένιωσε μόνος. Έψαξε να βρεί στα κουτιά ανθρώπους. Δε δυσκολεύτηκε, οι πιο πολλές πόρτες ήταν κλειστές με ξύλινα πατζούρια, αλλά στο πατσγουρκ της όψης ξεχώριζαν  φωτινές τρύπες και μαύρε σιλουέτες. Το φώς σε κάποιες τρεμόπαιζε, μπλέ φως, κόκκινο, πράσινο, τηλεοράσεις, το δελτίο των οχτώ. Πόσες ώρες κοιμόμουν? Κάποιος είχε βγεί στο μπαλκόνι και κάπνιζε το τσιγάρο του, δύο κοπέλες χαμηλά έπαιζαν τάβλι, και μια γιαγιά άπλωνε τη μπουγάδα της σε λυγισμένα καλώδια που εξείχαν. Σκιές από βρακιά. Γύρισε το βλέμμα του στο δωμάτιο, η διαφορά στο φως τον θάμπωσε, το πορτοκαλί παρκέ έκανε τη δουλειά πιο δύσκολη. Η γάτα στριφογύριζε με τα μάτια της απειλητικά καρφωμένα πάνω του. Το νερό της είχε χυθεί στο χαλάκι. Η έννοια του για ένα ζωντανό ήταν το μόνο που τον έκανε να σηκωθεί. Πάτησε πάνω από τις κυριακάτικες εφημερίδες, μάζεψε νωχελικά τα ποτήρια με τα αποτσίγαρα και έβαλε στη μασχάλη του άδεια μπουκάλια φτηνής μπύρας. Προχώρησε ώς την κουζίνα και τα πόδια του δροσίστηκαν από το ψευτομωσαϊκό. Έφερε στη μνήμη του το χτεσινό βράδυ, που δεν σταμάτησε ποτέ ως σήμερα, τις μουσικές που ακούστηκαν στο δρόμο, το γείτονα που φώναξε την αστυνομία, που τα πήραν και έφυγαν και γύρισαν μεθυσμένοι με το αυτοκίνητο την πόλη για να φτάσουν στην άκρη της και να δούν το ξημέρωμα πάνω από την θάλασσα. Έξω από την πόλη, έξω από τους ανθρώπους, ελεύθεροι. Αυτοί και ο γαλάζιος ορίζοντας. Χρώμα τους. Η βρύση έτρεχε πάνω στο μάρμαρο του νεροχύτη που απλωνόταν ώς τον τοίχο, ραγισμένο σε κάποια σημεία, και αλλού ασπρισμένο από χλωρίνη.  Στο γυρισμό τους οι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους, το κέντρο στηνόταν και ξεστηνόταν, μούτρα, σοβαρότητα, στυφή ανάσα. Άφησαν το αυτοκίνητο και περπάτησαν στο δρόμο, χόρεψαν, και ξάπλωσαν στο πεζοδρόμιο. Οι άνθρωποι πέρναγαν και τους κοιτούσαν με αηδία, κάποιος τους φώναξε κωλόπαιδα, ένα χαμόγελο έγραψε στο πρόσωπό τους. Γύρισε στο δωμάτιο τάισε τη γάτα και ξάπλωσε, στα σεντόνια είχε ακόμη τη μυρωδιά κάποιου που δεν θυμόταν. Ιδρώτας συνουσία και απουσία. Γνωρίστηκαν σε ένα μπαρ, φιλήθηκαν στο δρόμο, δεν τους είδε κανεις, ευτυχώς σκεφτηκε, δεν είδε όμως ούτε ο ένας τον άλλο, η φτηνή κολώνια ήταν το μόνο που θυμόταν. Έκλεισε τα μάτια του, άκουσε το τακ τακ από το τάβλι στο κάτω μπαλκόνι, τα γυναικεία γέλια και βυθίστηκε στο γαλάζιο της θάλασσας. Στο κέντρο της πολης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου